oxygenate$57045$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

oxygenate$57045$ - translation to ελληνικό

CHEMICAL COMPOUNDS CONTAINING OXYGEN OFTEN USED AS FUEL ADDITIVES
Oxygenated fuel; Oxygenated gasoline; Fuel oxygenate additive

oxygenate      
v. οξυγονώ

Ορισμός

oxygenate
v. a.
Oxygenize, unite or impregnate with oxygen.

Βικιπαίδεια

Oxygenate

Oxygenated chemical compounds contain oxygen as a part of their chemical structure. The term usually refers to oxygenated chemical compounds added to fuels. Oxygenates are usually employed as gasoline additives to reduce carbon monoxide and soot that is created during the burning of the fuel. Compounds related to soot, such as polyaromatic hydrocarbons (PAHs) and nitrated PAHs, are also reduced.

The oxygenates commonly used are either alcohols or ethers:

  • Alcohols:
    • Methanol (MeOH)
    • Ethanol (EtOH); see also Common ethanol fuel mixtures
    • Isopropyl alcohol (IPA)
    • n-Butanol (BuOH)
    • Gasoline grade tert-butanol (GTBA)
  • Ethers:
    • Methyl tert-butyl ether (MTBE)
    • tert-Amyl methyl ether (TAME)
    • tert-Hexyl methyl ether (THEME)
    • Ethyl tert-butyl ether (ETBE)
    • tert-Amyl ethyl ether (TAEE)
    • Diisopropyl ether (DIPE)